Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρυντάκης — ου, ὁ, και, κατά τον Ησύχ. ῥυνδάκη, Α πτηνό τής Ινδίας σε μέγεθος περιστεριού … Dictionary of Greek
ρυνδάκη — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. ῥυντάκης … Dictionary of Greek